κτενί — κτείς comb masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτένι ή χτένι — Κοινή ονομασία θαλάσσιων ελασματοβραγχίων μαλακίων του γένους Pecten, της οικογένειας των πεκτινιδών. Τα δίθυρα όστρακά τους, τα οποία συναντώνται στις περισσότερες ακτές, είναι περιζήτητα από τους συλλέκτες για τα ωραία χρώματα και τα… … Dictionary of Greek
Kozani — Gemeinde Kozani Δήμος Κοζάνης (Κοζάνη) … Deutsch Wikipedia
κτεις — ο (AM κτείς, ενός) θαλάσσιο οστρακόδερμο, το χτένι («ἂν δ οἷον οἱ κτένες κρεῶδες ἔχωσι τὸ πρὸς τῷ μυκτῆρι», Αριστοτ.) αρχ. 1. όργανο με το οποίο διευθετούνται, ευτρεπίζονται τα μαλλιά, χτένι 2. εξάρτημα τού αργαλειού από το οποίο διέρχονται οι… … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
νοσοκομείο — Ίδρυμα περίθαλψης και νοσηλείας ασθενών. Τα πρώτα νοσοκομειακά ιδρύματα ταυτίζονται στην αρχαία Ελλάδα με τους ναούς του Ασκληπιού, που συγκέντρωναν τους πάσχοντες, οι οποίοι περίμεναν την ίασή τους από τη θεία επέμβαση, από διάφορες δρόγες και… … Dictionary of Greek
χτένι — το / κτένιον, ΝΜΑ, και κτένι Ν, και κτένιν Μ εργαλείο που φέρει στη μία, ιδίως, πλευρά, πυκνές οδοντωτές προεξοχές για τον χωρισμό και την τακτοποίηση τών μαλλιών, η τσατσάρα νεοελλ. 1. εξάρτημα τού αργαλειού, που διαχωρίζει τις κλωστές τού… … Dictionary of Greek
χτενιά — και κτενιά, η, Ν [χτένι/ κτένι] είδος σφυριού τών λιθοξόων, με οδοντωτή ακμή … Dictionary of Greek